Αικατερίνα Παπανικολάου Μέλος της ΑΔΑΕ για υποκλοπές: «Δε νοείται άρνηση ενημέρωσης των κοινοβουλευτικών επιτροπών»
Το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας είναι δείκτης δημοκρατίας…
Η θερμή επικαιρότητα των τελευταίων εβδομάδων μας έχει επαρκώς εξοικειώσει με το περιεχόμενο του συνταγματικού άρθρου 19. Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι εκεί κατοχυρώνεται διακηρυκτικά η προστασία του «απόλυτα απαραβίαστο[υ]» δικαιώματος» στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, με όποιον τρόπο κι αν αυτή διενεργείται – από τη ρομαντική επιστολογραφία μέχρι τις σύγχρονες επιφυείς εφαρμογές, όπου την τελευταία πενταετία στεγάζεται ο μεγαλύτερος επικοινωνιακός όγκος. Για την κρισιμότητα του δικαιώματος, τις τεχνικές παραμέτρους και τα ελλείμματα του εγχώριου κανονιστικού πλαισίου, έχουν εν εκτάσει αποτυπωθεί όλα σχεδόν τα αξιομνημόνευτα ζητήματα.
Έχει παρόλ’ αυτά σημασία να επιμείνουμε στην επιγραμματική έστω ανάδειξη της ταυτοτικής αναγωγής του επικοινωνιακού απορρήτου στη βαθύτερη ουσία της δημοκρατίας.
Η φορτισμένη σημειολογία του δικαιώματος ως δικαιοκρατικής εγγύησης – εκ των καταστατικών της δημοκρατίας – αφορά τη διασύνδεσή του με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός εκάστου. Όπερ, η δυνατότητα των υποκειμένων δικαίου να καλλιεργήσουν τη σκέψη και να μοιραστούν μεταξύ τους ό,τι μετασχηματίζεται σε προϊόν λόγου και καθίσταται περιεχόμενο διαλεκτικού βιώματος εξαρτώνται απολύτως από τη βεβαιότητα ότι η επικοινωνία διεξάγεται υπό όρους ιδιωτικότητας, αποκλειομένης της παρείσφρησης αλλότριων μερών.
Καθώς δε η δημοκρατία ως ιδιοσυστασιακό forum ανταλλαγής απόψεων αρθρώνεται κατά βάσει επί και διά του λόγου, καμία τέτοια διαλεκτική αλληλουχία δε μπορεί να εξελιχθεί σε περιβάλλον, όπου υπάρχουν ή λανθάνουν υπόνοιες για την παρείσακτη παρουσία λαθρακουστών. Άλλως, η παραβίαση του απορρήτου καταργεί την εναρκτήρια συνθήκη για τη διαμόρφωση πλαισίου που ευνοεί την ελεύθερη σκέψη και τον διαμοιρασμό της.
Ο αστικός νομικός μύθος συνδέει τις απαρχές του δικαιώματος και την επιστημονική σύλληψή του με το άρθρο των Samuel D. Warren και Louis Brandeis, στο Harvard Law Review, οι οποίοι διέβλεπαν ήδη από το 1890, να αναφύεται στην έννοια της ιδιωτικότητας “a right to be let alone”.
Έκτοτε, η εμπέδωση του δικαιώματος και η μεθοδολογική ανάπτυξη του περιεχομένου του από την επιστήμη και τη νομολογία το κατέστησαν ευλόγως ποιοτικό δείκτη της δημοκρατίας.
Και αυτός ακριβώς είναι ο βασικός λόγος που η αυταξία του επικοινωνιακού απορρήτου στη δημοκρατία δε συμψηφίζεται, ούτε συμποσούται με άλλους δείκτες στην κλίμακα υλοποίησης των κυβερνητικών δεσμεύσεων. Όσο καθοριστικοί κι αν είναι οι τελευταίοι για τη διασφάλιση του υλικού ζην και ευ ζην, η κοινωνική ευημερία είναι αδύνατο να νοηθεί εκτός κράτους δικαίου. Η διασφάλιση άλλωστε, του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας συνιστά υποκείμενη συνθήκη και εγγυητικό sine qua non για την αποτελεσματική άσκηση λοιπών δικαιωμάτων.
Αρκεί περαιτέρω να προβάλει κανείς τις ειδικότερες εκφάνσεις του δικαιώματος που ενδεικτικά περιλαμβάνουν την προστασία της επικοινωνίας των πολιτικών προσώπων, των δημοσιογράφων, των ακτιβιστών και εν γένει μετεχόντων σε πρωτοβουλίες ενάντιες σε κυβερνητικούς σχεδιασμούς, των δικηγόρων με τους εντολείς τους κοκ, για να αντιληφθεί πόσο κρίσιμα πεδία του δημόσιου και ιδιωτικού διαλόγου εγκλείονται στον πυρήνα ή κείνται στις παρυφές του δικαιώματος.
Στην εθνική έννομη τάξη, το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο δεν υπολείπεται καταρχάς, σε εχέγγυα που διασφαλίζουν την τήρηση του απολύτως αναγκαίου μέτρου κάθε φορά που λόγος εθνικής ασφάλειας ή διερεύνησης εγκλήματος υψηλής ποινικής αξίας επιβάλλει τον περιορισμό του δικαιώματος. Στην πράξη ωστόσο, όπως ανέδειξε η πρόσφατη επικαιρότητα, η διαδικασία πάσχει, με συνέπεια τη διακινδύνευση του συνταγματικού δικαιώματος.
Εστιάζουμε σημειακά σε δύο μόνο επισημάνσεις που θα συνέτειναν στην εναρμόνιση της διαδικασίας με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΣΔΑ) και τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου:
(α) η αποκατάσταση της παρανόησης που διαχέεται ευρέως τις τελευταίες ημέρες, σε σχέση με την αντιταξιμότητα της έννοιας του απορρήτου. Ενώ το απόρρητο καταρχάς, ευλόγως συνδέεται με τη δράση των μυστικών υπηρεσιών ως παράμετρος επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, είναι αυτονόητο ότι δε μπορεί να εγείρεται κατά τον έλεγχο του έργου αυτών των υπηρεσιών από τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα και τον νόμο όργανα, στο πλαίσιο της καταστατικής για το δημοκρατικό πολίτευμα, αρχής της λογοδοσίας. Τούτο σημαίνει ότι δε νοείται άρνηση ενημέρωσης των κοινοβουλευτικών επιτροπών – μόνιμων και εξεταστικών -, οι οποίες κατά την κλασική δικαιοκρατική αντίληψη, έχουν ως αποστολή την άσκηση ελέγχου εξ ονόματος του κυρίαρχου λαού. Ομοίως, το απόρρητο δε μπορεί να αντιταχθεί ούτε έναντι της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής: ΑΔΑΕ), η οποία ως το εκ του Συντάγματος καθύλην αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο νομιμότητας επί της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, πρέπει να διαθέτει πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία κάθε συντελεσθείσας άρσης.
Καθόσον η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (εφεξής: ΕΥΠ) περιλαμβάνεται – και ορθώς – μεταξύ των ελεγχόμενων από την ΑΔΑΕ φορέων, ούτε έναντι αυτής ισχύουν, οι διατάξεις περί χορήγησης προηγούμενης άδειας από τον εποπτεύοντα υπουργό. Οι διαρκείς και θεσμοθετημένοι έλεγχοι τόσο από το Κοινοβούλιο, όσο και από την ΑΔΑΕ, υφίστανται κατ’ εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής. Δεν πρέπει συνεπώς, να συγχέονται με την ανάγκη χορήγησης προηγούμενης άδειας, σε ειδικές και έκτακτες περιπτώσεις πχ κατάθεση υπαλλήλου της ΕΥΠ ως μάρτυρα ενώπιον δικαστηρίου.
(β) Πρόβλημα δημιουργούν επίσης, επιμέρους στοιχεία της διαδικασίας, στο πεδίο των άρσεων που πραγματοποιούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Πρόκειται για παραμέτρους, οι οποίες προσκρούουν στα κριτήρια που παγίως θέτει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε σχέση με τη συμβατότητα των εγχώριων κανονιστικών πλαισίων με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ. Η αόριστη χρονική διάρκεια, η έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας επί του σώματος της διάταξης, καθώς επίσης και η δυνατότητα μη αναγραφής του ονόματος του καθού το μέτρο, η λήψη της απόφασης από μονοπρόσωπο αντί συλλογικού οργάνου, είναι μερικά μόνο από τα σημεία των οποίων επείγει η εναρμόνιση με τα δικαιοκρατικά minima.
Υπό αυτή την έννοια, η πρόσφατη παρέμβαση – στις 12 Σεπτεμβρίου – του Επιτρόπου Δικαιοσύνης, Didier Reynders, στο πλαίσιο σχετικής συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου, είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη και για την αποτύπωση του ελληνικού προβλήματος: «η απλή επίκληση της εθνικής ασφάλειας δεν φτάνει για να υπάρξει παρέκκλιση από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όπως εμφατικά επισημαίνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η στοιχειοθέτηση λόγου εθνικής ασφάλειας πρέπει να ερείδεται σε αξιόπιστα πραγματικά περιστατικά».
* Είναι αυτονόητο ότι οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν κείμενο απηχούν προσωπικές επιστημονικές θέσεις της γράφουσας. eteron.org