Άρση απορρήτου από Τριμελές Δικαστικό Συμβούλιο Εφετών και όχι έναν εισαγγελέα Δικαίωμα και σε δικαστικές αρχές για τα πολιτικά πρόσωπα…
Σημαντικές διαφοροποιήσεις από διατάξεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης αποτυπώνουν οι δικαστές για τις υποκλοπές, σύμφωνα και με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΝΔΕ) στον υπουργό, Κώστα Τσιάρα.
Αρχής γενομένης από τον ορισμό της έννοιας της εθνικής ασφάλειας που είναι πολύ γενική ενώ το περιεχόμενό της καθορίζεται σημαντικά από τις ιδεολογικές αντιλήψεις του ερμηνευτή και τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες.
«Γι’ αυτό η έννοια των λόγων εθνικής ασφαλείας δεν μπορεί να διευρυνθεί και μάλιστα υπέρμετρα από τον νομοθέτη… Ο ορισμός περί του περιεχομένου του όρου «Λόγοι εθνικής ασφάλειας» είναι αόριστος και απαιτείται η συγκεκριμενοποίησή του» αναφέρει η ΕΝΔΕ.
Υπογραμμίζει δε πως «η συστηματική απουσία ρυθμίσεων από το προτεινόμενο ΣΧΝ που αφορούν τόσο τον προσδιορισμό της έννοιας της «άρσης του απορρήτου» και των συναφών πράξεων της, όσο και των όρων και διαδικασιών διενέργειας των επιμέρους πράξεων άρσης του απορρήτου συνιστά δικαιοκρατικό έλλειμμα, δοθέντος ότι ο περιορισμός ατομικού δικαιώματος, ιδίως όταν λαμβάνει χώρα με διακριτές πράξεις επεξεργασίας των επικοινωνιών, πρέπει να περιγράφεται σε «ποιοτικό νόμο», σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ.
Άρση απορρήτου όχι από μονοπρόσωπο εισαγγελικό πρόσωπο
Όπως επισημαίνει η ΕΝΔΕ, «για την αποτελεσματικότερη διασφάλιση των εγγυήσεων διαφάνειας και προάσπισης του συνταγματικού δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 9 Συντάγματος) πρέπει η αρμοδιότητα για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας να ανατεθεί σε πολυπρόσωπο δικαιοδοτικό δικαστικό όργανο και δη σε Τριμελές Δικαστικό Συμβούλιο Εφετών και όχι σε μονοπρόσωπο εισαγγελικό όργανο».
Ωστόσο, διευκρινίζει ότι «σε περίπτωση εξαιρετικά κατεπείγουσας κατάστασης θα μπορεί, να ανατίθεται σε εισαγγελικό λειτουργό η σχετική αρμοδιότητα για έκδοση διάταξης, η οποία θα πρέπει να υποβάλλεται προς επικύρωση από το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο το ταχύτερο δυνατό, όπως ισχύει σήμερα με την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων για τη διακρίβωση των ποινικών παραβάσεων».
Αίτημα άρσης και από δικαστικές αρχές
Στο κείμενο παρατηρήσεων προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, η ΕΝΔΕ αναφέρει πως «το αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα, επισπεύδεται μόνο από την ΕΥΠ, εν αντιθέσει με την περίπτωση που η άρση αυτή δεν αφορά πολιτικά πρόσωπα, οπότε το αίτημα μπορεί να υποβάλει είτε η ΕΥΠ είτε η Δ.Α.Ε.Ε.Β. και μάλιστα είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος που διαβιβάζεται από δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση.
Δηλαδή, υποστηρίζει «στην άρση απορρήτου της εν λόγω περίπτωσης, όταν αφορά πολιτικά πρόσωπα, η αφετηρία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια αποκλειστικά διοικητικού οργάνου (της Ε.Υ.Π.), χωρίς να καταλείπεται πεδίο ανάπτυξης πρωτοβουλίας από τη δικαστική εξουσία, η κρίση της οποίας περιβάλλεται με περισσότερες εγγυήσεις ανεξαρτησίας έναντι της εκτελεστικής εξουσίας».
Και προσθέτει: «Συνεπώς, η περίπτωση αυτή προτείνεται να τροποποιηθεί, ώστε το αίτημα να δύναται να υποβάλει και η δικαστική αρχή.
Σημειωτέον ότι, και σ’ αυτήν την περίπτωση η τελική κρίση για την άρση επαφίεται αυτονοήτως στον εποπτεύοντα την Ε.Υ.Π. εισαγγελικό λειτουργό, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Σ. το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο και μόνο η δικαστική αρχή υπό τις εγγυήσεις του νόμου δεν δεσμεύεται από αυτό.
Επιπλέον το αίτημα αυτό, σύμφωνα με το προς ψήφιση νομοσχέδιο, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., μαζί με τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία, στον Πρόεδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια (αυτός ή τα άλλα αναφερόμενα στην ίδια παράγραφο πρόσωπα σε περίπτωση μη συγκρότησης της Βουλής)».
Δεν υπάρχει πρόβλεψη για δικαστές- εισαγγελείς
Ειδική αναφορά γίνεται από την ΕνΔΕ στην εξαίρεση δικαστών και εισαγγελέων από τις διατάξεις που αφορούν τα πολιτικά πρόσωπα. «Δηλαδή, στη διαδικασία για άρση απορρήτου της επικοινωνίας των πολιτικών προσώπων, στα οποία σημειωτέον εντάσσονται, εκτός από τους υπουργούς και τους βουλευτές και τα ανώτατα μονοπρόσωπα όργανα των ΟΤΑ Α’ και Β΄ βαθμού, ήτοι οι Δήμαρχοι και Πρόεδροι της Κοινότητας, όπου αυτοί υπάρχουν, παρεμβάλλεται η έγκριση ενός ανώτατου πολιτειακού προσώπου, ήτοι του Προέδρου της Βουλής, που στην προκειμένη περίπτωση δρα ως μονοπρόσωπο όργανο.
Τα ίδια, ωστόσο, εχέγγυα ορθής κρίσης, διύλισης και ελέγχου αντίστοιχου σοβαρού αιτήματος δεν προτείνονται με το νομοσχέδιο για την άρση αντίστοιχα για λόγους εθνικής ασφαλείας του απορρήτου επικοινωνίας των Δικαστών, που αποτελούν μέλη του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας αυτού, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των Αντιπροέδρων και των Προέδρων αυτών καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου» αναφέρει.
Για λόγους ισότητας των εξουσιών προτείνει «η διαδικασία άρσης απορρήτου και για τα εν λόγω πρόσωπα να υποβάλλεται από το Διοικητή της Ε.Υ.Π. ή τη δικαστική αρχή προς έκαστο των Προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων ή τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αναλόγως το πρόσωπο που αφορά (ή αν αφορά τους Προέδρους του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Εισαγγελέα του ΑΠ στον Πρόεδρο του ΑΠ και, αν αφορά τον τελευταίο, στον Εισαγγελέα του ΑΠ), προκειμένου αυτός να χορηγήσει σχετική άδεια και να μην εξαρτάται η έγκριση της άρσης απορρήτου της επικοινωνίας ακόμη και Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από κατώτερο αυτών εισαγγελικό λειτουργό».
Ανακριτική πράξη ποινικού δικαίου ή διοικητικού χαρακτήρα;
Τίθεται επίσης κατά την ΕνΔΕ το «ερώτημα για τη νομική φύση της εισαγγελικής διάταξης που προβλέπεται ως η απαιτούμενη από το Σύνταγμα πράξη της δικαστικής αρχής με την οποία αίρεται το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφαλείας. Είναι ανακριτική πράξη που εκδίδεται στα πλαίσια της ποινικής δικονομίας ή διοικητικού χαρακτήρα ενέργεια;»
Όπως διευκρινίζει «το Σύνταγμα αναφερόμενο σε δικαστική αρχή και ο νόμος αναθέτοντας την έκδοση της συγκεκριμένης δικαστικής πράξης σε εισαγγελικά όργανα, δηλαδή όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, αντιμετωπίζει την πράξη αυτή ως ανακριτική, ως πράξη που κινείται στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου».
Αλλά, το νομοσχέδιο στο άρθρο 5 παρ. 1 συνομολογεί τον ποινικό χαρακτήρα των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας, αλλά δεν συνάγει τις έννομες συνέπειες που έχει αυτή η παραδοχή.
Δικαστές για υποκλοπές: Εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της άρσης απορρήτου
Ιδιαίτερη επισήμανση γίνεται από την πλευρά της ΕνΔΕ στη διάταξη με την οποία επιβάλλεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας και όπου σε ένα ευνομούμενο κράτος, όπως η Ελληνική Δημοκρατία, πρέπει να εμπεριέχει την αιτιολογία λήψης του μέτρου, ώστε να δύναται να ελεγχθεί κάθε φορά η δράση των κρατικών οργάνων με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας και αναλογικότητας, επιφυλασσομένης της διατήρησης της εμπιστευτικότητας «άκρως απορρήτων» για την εθνική άμυνα ή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
«Για το λόγο αυτό και προς εξασφάλιση της διαφάνειας της δράσης των κρατικών οργάνων η σχετική διάταξη, η οποία θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα (άρθρο 139 ΚΠΔ), πρέπει να περιέχει ως αναγκαίο στοιχείο το όνομα του θιγόμενου υποκειμένου, μόνο μέσω της αιτιολογίας αυτής μπορεί να υπόκειται σε έλεγχο κάθε κρατικό όργανο σχετικά με το εάν ενήργησε σύννομα ή αυθαιρέτησε ή εάν προέβη σε κατάχρηση εξουσίας, κατά παράβαση κυρίως της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 4 του Συντάγματος). Η ειδική αιτιολογία θα επιτρέπει, ανά πάσα στιγμή, περαιτέρω, στον Άρειο Πάγο τον έλεγχο της νομιμότητας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών» υπογραμμίζει.
Αναφέρει εξάλλου ότι «η απαγόρευση τήρησης αρχείου με τις διαταχθείσες άρσεις απορρήτου των επικοινωνιών από τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δημιουργεί ζητήματα διαφάνειας της διαδικασίας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Και αυτό, διότι οδηγεί σε αδυναμία αποτελεσματικού ελέγχου από το αρμόδιο όργανο επί διαταχθείσης άρσεως απορρήτου».
Δικαστές για υποκλοπές
Δυσανάλογα μακρύ το διάστημα για αίτηση παρακολουθούμενων
Κρίνει ορθή την πρόβλεψη πως με την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, το θιγόμενο πρόσωπο να δύναται, να ζητήσει με αίτησή του, να λάβει γνώση σχετικά με την επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου.
Πλην, όμως, τονίζει πως πρέπει να επισημανθούν τα εξής: α. το χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι δυσανάλογα μακρό, ιδίως δε σε σχέση με τη δυνατότητα παράτασης της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας χωρίς περιορισμούς που προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 8 του προτεινόμενου ΣΧΝ, β. η απόφαση σχετικά με τη μη γνωστοποίηση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη, ώστε ο αιτών να δύναται να προσβάλει τη συγκεκριμένη απόφαση αρμοδίως, γ. η ενημέρωση του αιτούντος δεν είναι δυνατό να περιορίζεται μόνο στην επιβολή του περιοριστικού μέτρου και στη διάρκειά του καθώς έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα της πρόσβασής του σε αποτελεσματική έννομη προστασία (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), πρέπει δε η ενημέρωση να περιλαμβάνει και τη σχετική αιτιολογία, δ. το τριμελές συλλογικό όργανο, στερείται των εχεγγύων ανεξαρτησίας, που επιβάλλεται να έχει μια ανεξάρτητη αρχή, λόγω της συμμετοχής του σε αυτό του Διοικητή της ΕΥΠ (ή κατά περίπτωση του Διευθυντή της ΔΑΕΕΒ), οι οποίοι ως γνωστό διορίζονται από την εκτελεστική εξουσία, οργάνων, δηλαδή, που δεν έχουν την απαιτούμενη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση, ενώ με την συμμετοχή τους στην επιτροπή καλούνται να κρίνουν τις συνέπειες των πράξεων της υπηρεσίας στην οποία προΐστανται αντιστοίχως.
Για το λόγο ότι εδώ πρόκειται δε για τη διασφάλιση της προστασίας του υποκειμένου (του ενδιαφερόμενου) μέσω της τριμελούς επιτροπής έναντι της ΕΥΠ, δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε αυτή όργανό της, ούτε και φυσικά όργανο της ΔΑΕΕΒ. Το ίδιο ζήτημα αναφύεται και με τον εισαγγελέα (της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ), που σύμφωνα με το προτεινόμενο ΣχΝ αποτελεί το δεύτερο μέλος του τριμελούς αυτού οργάνου, και το οποίο μάλιστα θα προεδρεύει αυτής.
Η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ανατεθεί στην Α.Δ.Α.Ε., όπως προβλεπόταν από της ιδρύσεώς της το έτος 2003 μέχρι την θέσπιση της διάταξης της παρ.1 άρθρου 87 Ν.4790/2021 (Α΄ 48) , με την οποία καταργήθηκε η αρμοδιότητα αυτή.
Δικαστές για υποκλοπές: Ημερολόγια από παρόχους τηλεπικοινωνιών
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της ΕνΔΕ πρέπει να τροποποιηθούν οι σχετικές διατάξεις του νομοσχεδίου, έτσι, ώστε να προβλεφθεί η τήρηση ημερολογίου από τους παρόχους τηλεπικοινωνιών. Στο ημερολόγιο αυτό, το οποίο θα διατηρείται για ένα έτος, θα πρέπει να καταγράφεται οποιαδήποτε παρέμβαση στο σύστημα τηλεπικοινωνιών (ανάγνωση, αντιγραφή, διαγραφή των δεδομένων που είναι αποθηκευμένα κ.λπ.).
Στο ημερολόγιο αυτό θα πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος πρόσβασης, τα άτομα που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα, ο σκοπός και ο τύπος πρόσβασης.
Τα δεδομένα που καταχωρίζονται στο ημερολόγιο δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς άλλους, πλην του ελέγχου προστασίας των δεδομένων. Το πρόσωπο που είναι υπόχρεο για την τήρηση του ημερολογίου πρέπει, να διασφαλίσει, ότι τα δεδομένα που περιλαμβάνονται σε αυτό διαγράφονται μετά από ένα έτος.
Και προσθέτει: «Πρέπει να προβλεφθούν στο προτεινόμενο άρθρο και οι παρακάτω ρυθμίσεις: Η διάταξη για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών πρέπει να στρέφεται μόνο κατά του κατηγορουμένου ή κατά προσώπων που, βάσει ορισμένων γεγονότων, μπορεί να θεωρηθεί ότι λαμβάνουν ή διαβιβάζουν επικοινωνίες που προορίζονται ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποιεί τη σύνδεσή τους ή το σύστημα τηλεπικοινωνιών τους.
Με βάση την διάταξη για την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών οποιοσδήποτε παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες (πάροχος τηλεπικοινωνιών) ή εμπλέκεται σε αυτές πρέπει να επιτρέψει στην Ελληνική Αστυνομία να πραγματοποιήσει την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και να της παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες χωρίς καθυστέρηση.
Τα χρησιμοποιούμενα μέσα για την άρση του απορρήτου πρέπει να προστατεύονται από μη εξουσιοδοτημένη χρήση, σύμφωνα με τα τελευταία επιτεύγματα της τεχνολογίας. Τα δεδομένα πρέπει να προστατεύονται από τροποποίηση, μη εξουσιοδοτημένη διαγραφή και μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σύμφωνα με τα τελευταία επιτεύγματα της τεχνολογίας.
Κάθε φορά που χρησιμοποιούνται τα τεχνικά μέσα, πρέπει να τηρείται ημερολόγιο με τον προσδιορισμό των τεχνικών μέσων και τον χρόνο χρήσης τους, τις πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των δεδομένων που συλλέγονται και την υπηρεσία που εκτελεί την άρση του απορρήτου. Τέλος, προτείνεται ότι πρέπει να ρυθμιστεί ειδικά η αναζήτηση στο διαδίκτυο, από τις αρχές επιβολής του νόμου λ.χ. για λόγους πρόληψης ή καταστολής της παιδικής πορνογραφίας και γενικά του Κυβερνοεγκλήματος.
Δικαστές για υποκλοπές
Δικαστές για υποκλοπές: Ανώτατο όριο παρακολούθησης
Παραπέμποντας σε σχετική διάταξη, η ΕνΔΕ λέει πως ορίζεται ότι επιτρέπεται υπέρβαση του ανώτατου ορίου παρακολούθησης, που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου (και που είναι δέκα μήνες) και τούτο μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και εφόσον η υπέρβαση στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας.
Ωστόσο, τονίζει πως «πρέπει και στην τελευταία αυτή περίπτωση να οριστεί ένα ανώτατο όριο, πέραν του οποίου δεν θα επιτρέπεται καμία παράταση άρσης του απορρήτου, ούτε δηλαδή για τις περιπτώσεις που το μέτρο έχει ληφθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας και έχει γίνει ήδη χρήση της υπέρβασης του ανωτάτου ορίου για εξαιρετικούς λόγους.
Στο σημείο αυτό πρέπει ακόμη να τονισθεί, ότι ένα από τα κριτήρια που σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ καθιστά συμβατή με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ τη σχετική με τις άρσεις του απορρήτου της επικοινωνίας νομοθεσία ενός κράτους – μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι και ο προσδιορισμός ανωτάτου χρονικού ορίου (δηλαδή χρονικής «οροφής»), μετά την πάροδο του οποίου δεν επιτρέπεται η συνέχιση της παρακολούθησης».