Μετά από πολύ χρονικό διάστημα, επιτέλους αξιώθηκα, να κατεβώ, και να περάσω από την παραλιακή, στην περιοχή του Ποσειδωνίου, όπου έχουν την τιμητική τους τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα των Αθηνών.
Από εκεί ξεκίνησα την Παρασκευή με πρώτη στάση στο νυχτερινό κέντρο “Ποσειδώνιο”, όπου εμφανίζεται Ο Πάνος Κιάμος με το επιτελείο του. Προτού βγει ο καλλιτέχνης στο πρόγραμμα του, τον έκανα σο πραις στο καμαρίνι του. Μάλιστα τον έπιασα στα πράσα να χαζεύει με λατρεία τις φωτογραφίες των δύο παιδιών του, μέσα από τον υπολογιστή.
Σαν χαζομπαμπάς, μου εκμυστηρεύτηκε την μεγάλη του αγάπη το νεογέννητο αγοράκι του, που θα το βαφτίσει με το όνομα Βασίλη, τιμώντας έτσι τον πατέρα του, ακολουθώντας φυσικά και το Ελληνικό έθιμο.
Μ΄ αυτό το ευχάριστο κλίμα συνεχίστηκε η συζήτηση μας γύρω από οικογενειακά θέματα, αλλά και για την κρίση στην διασκέδαση “που μας την επέβαλλαν με την στημένη, δήθεν οικονομική κρίση” όπως είπε πολύ χαρακτηριστικά ο Πάνος.
Όμως ο χρόνος έτρεχε, και ο καλλιτέχνης έπρεπε να βγει στο κοινό, που γέμισε στο μεταξύ το νυχτερινό κέντρο.
Στον κεντρικό καναπέ συνάντησα ένα καρντάση από την Θεσσαλονίκη που με προσκάλεσε στην παρέα του, για να απολαύσουμε μαζί τον Πάνο Κιάμο, με το πολύ καλό πρόγραμμα που προσφέρει για διασκέδαση.Ο Πάνος είναι αποδεδειγμένα πια ότι είναι πολύ καλός διασκεδαστής.
Προτού αναχωρήσω, συνάντησα και τον επιχειρηματία του κέντρου, τον κύριο Β.Κοντόπουλο, ο οποίος όπως πάντα έλεγχε τον ήχο, και όλο το μαγαζί, πράγμα που σε πολύ λίγα κέντρα το συναντάς αυτό. Βλέποντας τον κόσμο να διασκεδάζει και να χορεύει αλλά Ελληνικά, παρά τα προβλήματα τους , αυτό με ικανοποίησε αφάνταστα.
Έφυγα πολύ ευχαριστημένος για το διπλανό νυχτερινό κέντρο “Ρωμαίο”. Μπαίνοντας στο σαλόνι, βρήκα τον επικεφάλη του προγράμματος Πάνο Καλίδη, όχι στην πίστα, αλλά σε καναπέ με μια παρέα, από τις 18 παρέες που βρίσκονταν όλο κι όλο στο μαγαζί.
Για λίγο που μιλήσαμε, με επιβεβαίωσε τα γραφόμενα μου, από προηγούμενα ρεπορτάζ, ότι από την ερχόμενη Παρασκευή θα εμφανίζεται με την Χριστίνα Κολέτσα, καθώς αποχωρούν οι καλλιτέχνες Δ. Μακρής και η Μαριάντα Πιερίδη. Με κάλεσε να καθίσω στην παρέα του, αλλά δεν είχα χρόνο.
Πάντως, όπως είδα τον καλλιτέχνη Πάνο Καλίδη, ήταν και πάλι στην κοσμάρα του, αφού φεύγοντας μου παρήγγειλε να του αναφέρω πόσο κόσμο, θα συναντούσα στα άλλα κέντρα “άλλη δουλειά δεν έχω”, του απάντησα ενοχλημένος.
Κουνώντας το κεφάλι μου έφυγα προς το πρώην “Show center”, το νυν “Grande”. Στη είσοδο συνάντησα τον επιχειρηματία του νυχτερινού κέντρου Θανάση Πριόβολο ο οποίος με καλωσόρισε πολύ θερμά λέγοντας, “Καλώς ήλθες κύριε Βάνη, καιρό έχουμε να σε δούμε”
“Ναι, έχεις δίκιο, ήλθα να δω τον καρντάση μου Νίκο Μακρόπουλο” απάντησα.
“Ε΄ τότε να σε βάλλω σε ένα προεδρικό τραπέζι κύριε Βάνη”, προσφέρθηκε ο επιχειρηματίας.
Και πράγματι, με τακτοποίησε βασιλικά στο καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού. Επειδή ακόμα είχε ώρα για να βγει στην πίστα ο καλλιτέχνης Νίκος Μακρόπουλος, τον επισκέφθηκα στο πολύ όμορφο καμαρίνι του. Το περίλαβα λέγοντας του, “γιατί δεν έρχεσαι τελικά τον Αύγουστο , όπως ήταν προγραμματισμένο για να εμφανιστείς στην πόλη σου την Θεσσαλονίκη;;”
“Ο φίλος σου ο Σταμάτης Γονίδης είναι αυτός που δεν θέλει να εμφανιστεί στην Θεσσαλονίκη, εγώ ήθελα πάρα πολύ να είμαι στην πατρίδα μου”, μου απάντησε ειλικρινά ο Νίκος Μακρόπουλος.
Έπειτα με την σειρά του, μου τα έχωσε λέγοντας μου, “εσείς οι δημοσιογράφοι γράφετε πολλές μπούρδες, ότι εμείς οι καλλιτέχνες βγάζουμε με την σέσουλα λεφτά”.
“Προφανώς, δεν θα αναφέρεσαι στην πάρτη μου, διότι εγώ τουλάχιστον κάνω ρεπορτάζ , με βλέπετε στα μαγαζιά σας, χειμώνα, καλοκαίρι, γυρνώ καθημερινά, και γράφω με τεκμηριωμένα στοιχεία, και όχι φανταστικά σενάρια, όπως συμβαίνει με τα δελτία τύπου ορισμένων καναλιών”, του απάντησα γεμάτος θυμό.
“Εγώ δεν αναφέρθηκα σε σένα, άλλα σε ορισμένους συναδέλφους σου. Άλλωστε σε ξέρω πάνω από 20 χρόνια μέσα από τα μαγαζιά που τριγυρνάς, είσαι γερόλυκος..”, προσπαθώντας έτσι να μπαλώσει τα λεγόμενα του.
Η έντονη συζήτηση μας κόπηκε εκεί, καθώς ο Νίκος Μακρόπουλος έπρεπε να ετοιμαστεί για το πρόγραμμα του.
Με τις πολλές σκέψεις που μου άφησε η συζήτηση, κάθισα στο προεδρικό μου τραπέζι να παρακολουθήσω τον καλλιτέχνη. Όμως φαίνεται πως και ο ίδιος τα σκέφτηκε όλα αυτά, που μου έχωσε, καθώς μόλις βγήκε πάνω στην πίστα, αντί να καλωσορίσει το κοινό του, απευθύνθηκε σε μένα λέγοντας, “Βάνη, είσαι φίλος μου, και το ξέρεις ότι σ΄ αγαπώ”.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα παρακολούθησα το πρόγραμμα του Ν. Μακρόπουλου, που ομολόγως μου άρεσε πολύ. Από κόσμο το μαγαζί ήταν αρκετά καλά, αν και η τιμή της φιάλης είναι ικανοποιητική στα 160 Ευρώ, όπως με πληροφόρησε ο καλλιτέχνης.
Απόλαυσα για 45 λεπτά τον καρντάση Νίκο Μακρόπουλο, και έφυγα προς το νυχτερινό κέντρο “Θέα” για να απολαύσω ένα άλλο λαϊκό πρόγραμμα με τον Νίκο Οικονομόπουλο.
Στην είσοδο με καλωσόρισε εγκάρδια ο επιχειρηματίας του νυχτερινού κέντρου Θανάσης Παπαγεωργίου, καθώς είχαμε να τα πούμε πολύ καιρό.
Φαίνεται πως έλειψα σε πολλούς , γιατί όλοι οι επιχειρηματίες που συνάντησα με υποδέχθηκαν πολύ θερμά, και αυτό θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα.
Πάνω στην πίστα πέτυχα τον καλλιτέχνη Νίκο Οικονομόπουλο, όπου γινόταν ο χαμός από τον χορό των γυναικών ερμηνεύοντας το σουξέ του με τίτλο “Κατάθεση ψυχής”.
Με εντυπωσίασε το γεγονός πως 6 η ώρα το πρωί και ακόμα έρχονταν γυναικοπαρέες να διασκεδάσουν με τον Νίκο Οικονομόπουλο. Δεν είναι τυχαίο, πως ο καλλιτέχνης έχει τον καλύτερο λαϊκό δίσκο της χρονιάς. Γι΄ αυτό και το μαγαζί είναι πάντα γεμάτο.
Ο κόσμος γουστάρει το καλό λαϊκό τραγούδι. Μ΄ αυτό διασκεδάζει, μ΄ αυτό γλεντά, μ΄ αυτό εκφράζει την λύπη και την χαρά του . Αυτή είναι η κουλτούρα του Έλληνα, δεν αλλάζει όσο κι αν προσπαθούν να την αλλοιώσουν οι ανόητοι νεοταξικοί.
Μ΄ αυτές τις σκέψεις με πήγε στο ξενοδοχείο για να ξεκουραστώ ο προσωπικός οδηγός μου στην Αθηναϊκή νύχτα, που μου προσέφερε αφιλοκερδώς ένας πολύ καλός φίλος, ώστε να με διευκολύνει στην μετακίνηση μου, τον ευχαριστώ πολύ.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι, ότι παρά την τρομολαγνία περί οικονομικής κρίσης, ο κόσμος αντιδρά με τον πιο σωστό τρόπο, ξεδίνοντας με την διασκέδαση, ενάντια στο πολιτικό κατεστημένο.
Όσο για το Σάββατο, ταξίδεψα έως την Πάτρα για να παρακολουθήσω έναν νεαρό λαϊκό καλλιτέχνη, ο οποίος βαδίζει στα χνάρια του Γ. Πλούταρχου, Π. Τερζή, και Β. Καρρά, και στον οποίον θα αναφερθώ εκτενέστερα στις προσεχείς ημέρες.